Ήταν κάποτε ένα μικρό σύννεφο που όλο έχανε το δρόμο του. Τελευταία, μετά το δυνατό αέρα, ο ουρανός σκοτείνιασε απότομα και το μικρό σύννεφο δεν πρόλαβε ν΄ ακολουθήσει τα αδέρφια του που απομακρύνονταν βιαστικά πάνω από τη θάλασσα. Μίλια μακριά άκουγε μια μουσική από τη φωτεινή ρόδα του λούνα - πάρκ στην παραλία του Φαλήρου. Το τεράστιο χριστουγεννιάτικο δέντρο με τα χίλια χρωματιστά λαμπιόνια που αντανακλούσαν στη θάλασσα, υψωνόταν ως τον ουρανό.
Όμως όσο απομακρυνόταν, όλα έσβηναν σιγά-σιγά ώσπου τίποτα δεν υπήρχε πια για να δει ή να ακούσει. Όταν ξημέρωσε την άλλη μέρα, είδε ότι στεκόταν πάνω από ένα νησάκι έρημο, μοναχικό, στη μέση μιας απέραντης θάλασσας. Είχε σχήμα τριγωνικό γι' αυτό λεγόταν Τριγωνήσι. Σίγουρα θα ένιωθε μοναξιά χωρίς ούτε ένα βράχο δίπλα του. Αποφάσισε να κατέβει για λίγο να ξαποστάσει πριν συνεχίσει το δρόμο του. Έτσι χαμήλωσε ως κάτω κι αφού ακούμπησε σ΄ ένα μικρό λοφάκι, κοίταξε ολόγυρα. Ούτε ψυχή, ούτε πουλί. Έβγαλε τότε μέσα από το σακίδιό του ένα σάντουιτς με συννεφόψωμο, βροχοτύρι και σαλάμι αέρος και μασούλαγε ξένοιαστο κάτω από τον ήλιο μέσα στην ησυχία.
- Θέλεις να μείνεις για πάντα εδώ; Άκουσε να του λέει μια φωνή και σταμάτησε να μασουλάει, μα δεν έβλεπε κανέναν άνθρωπο γύρω του.
- Ποιος μου μιλάει σ' αυτή την ερημιά; Είπε μπουκωμένο το συννεφάκι.
- Το Τριγωνήσι είμαι εγώ που σε ρωτώ. Θέλεις να μείνεις για πάντα εδώ; Να με σκεπάζεις και να γίνεις το σπίτι μου;
Το συννεφάκι ξεροκατάπιε, κοκκίνισε. Δεν ήξερε τι να πει.
- Ποιος μου μιλάει σ' αυτή την ερημιά; Είπε μπουκωμένο το συννεφάκι.
- Το Τριγωνήσι είμαι εγώ που σε ρωτώ. Θέλεις να μείνεις για πάντα εδώ; Να με σκεπάζεις και να γίνεις το σπίτι μου;
Το συννεφάκι ξεροκατάπιε, κοκκίνισε. Δεν ήξερε τι να πει.
Το Τριγωνήσι συνέχισε τραγουδιστά : Έλα συννεφάκι μου γίνε το σπιτάκι μου ομπρέλα, τέντα, αγκαλιά αδιάβροχο, παλτό μου. Το καπελάκι, τα γυαλιά Το αντηλιακό μου. Να με σκεπάζεις, να μ΄ αγαπάς και πουθενά μην ξαναπάς.
Το συννεφάκι τώρα κοκκίνισε πιο πολύ, αλλά συγκινήθηκε τόσο από το τραγούδι του Τριγωνησιού που λίγο ακόμα και θα έβρεχε δάκρυα. Από την άλλη, είχε κουραστεί όλο να ταξιδεύει και όλο να χάνει το δρόμο του. Αποφάσισε λοιπόν να μείνει για πάντα και να γίνει το σπιτάκι του Τριγωνησιού.
Πέρασαν χρόνια από τότε. Το συννεφάκι και το Τριγωνήσι, περνούσαν όμορφα μαζί! ΄Ηταν τόση η ευτυχία τους, που γύρω από το συννεφόσπιτο, είχαν ευδοκιμήσει λογιών-λογιών φυτά και άνθη, που η μοσχοβολιά τους, απλωνόταν σε όλη την απέραντη θάλασσα κι έφτανε ως τη μύτη του ορίζοντα!
Το Τριγωνήσι κοιμόταν πια ήσυχο μέσα στο συννεφόσπιτο, ώσπου μια μέρα ξημέρωσε και δεν υπήρχε τίποτε από πάνω του.
Μου άρεσε, θα το λέω στα εγγόνια μου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ
Θανάσης Τζιάστας
Μας αρεσε πολυ !!! Ειρηνη βασιλικη
ΑπάντησηΔιαγραφήΩραίο παραμύθι
ΔιαγραφήΌμορφο,νομίζω με ξαξνικο τέλος.
ΑπάντησηΔιαγραφή